«Το μικρό παιδί σάστισε βλέποντας το πανόραμα της νύχτας, μαγεύτηκε με τον καταυγασμό της πόλης, τα φωτισμένα σπίτια, κρυφάκουσε στεναγμούς, αγκομαχητά κι όλες τις ιερές κραυγές του έρωτα, έπιασε με τα χέρια του τη σκοτεινή ύλη και την περιεργάστηκε, ακολούθησε την καταχνιά στους επαρχιακούς χωματόδρομους, ανίχνευσε τη χαμένη στο μαυρομπλέ θάλασσα, συνάντησε την κυρά των αγριμιών με τα σημάδια στο λαιμό κι άκουσε το τσακάλι να στριγκλίζει στο κεφάλι της, έτρεξε στον κήπο των επιθυμιών, χόρεψε με τη Μιντιλού που είχε πεθάνει και κάπνιζε Ζιτάν, έστησε τ αυτί του στο τρέμολο των τυμπάνων, ξαφνιάστηκε με τη σκιά του που δεν είχε πια κεφάλι, περιπλανήθηκε στον ονειρικό χρόνο, επισκέφθηκε την ιερή χώρα και μύρισε τα λουλούδια της, θαύμασε το τέλος του ουρανού που το αυλάκωναν αστροπελέκια, μέτρησε με τα δάχτυλα το ένα έκτο της γης στο φεγγάρι, γύρω του μαζεύτηκαν οι σκιές που ρούφαγαν τ αστέρια και το μικρό παιδί ακολούθησε τους οδηγούς του νέκταρος, μέχρι που χάραξε και τότε παρακολούθησε τις τροπές του ήλιου, χαϊδεύτηκε με το νότιο άνεμο, μαγεύτηκε με τον αντίλαλο της φωνής του και διέσχισε μέσα από γλώσσε φωτιάς πυρπολημένα τοπία ώσπου, κάποτε, έφτασε εκεί που φτάνει το βλέμμα, στο άπειρο, στο απέραντο της ύλης και του κόσμου»
«Το μικρό παιδί σάστισε βλέποντας το πανόραμα της νύχτας, μαγεύτηκε με τον καταυγασμό της πόλης, τα φωτισμένα σπίτια, κρυφάκουσε στεναγμούς, αγκομαχητά κι όλες τις ιερές κραυγές του έρωτα, έπιασε με τα χέρια του τη σκοτεινή ύλη και την περιεργάστηκε, ακολούθησε την καταχνιά στους επαρχιακούς χωματόδρομους, ανίχνευσε τη χαμένη στο μαυρομπλέ θάλασσα, συνάντησε την κυρά των αγριμιών με τα σημάδια στο λαιμό κι άκουσε το τσακάλι να στριγκλίζει στο κεφάλι της, έτρεξε στον κήπο των επιθυμιών, χόρεψε με τη Μιντιλού που είχε πεθάνει και κάπνιζε Ζιτάν, έστησε τ αυτί του στο τρέμολο των τυμπάνων, ξαφνιάστηκε με τη σκιά του που δεν είχε πια κεφάλι, περιπλανήθηκε στον ονειρικό χρόνο, επισκέφθηκε την ιερή χώρα και μύρισε τα λουλούδια της, θαύμασε το τέλος του ουρανού που το αυλάκωναν αστροπελέκια, μέτρησε με τα δάχτυλα το ένα έκτο της γης στο φεγγάρι, γύρω του μαζεύτηκαν οι σκιές που ρούφαγαν τ αστέρια και το μικρό παιδί ακολούθησε τους οδηγούς του νέκταρος, μέχρι που χάραξε και τότε παρακολούθησε τις τροπές του ήλιου, χαϊδεύτηκε με το νότιο άνεμο, μαγεύτηκε με τον αντίλαλο της φωνής του και διέσχισε μέσα από γλώσσε φωτιάς πυρπολημένα τοπία ώσπου, κάποτε, έφτασε εκεί που φτάνει το βλέμμα, στο άπειρο, στο απέραντο της ύλης και του κόσμου»