«Έφτασα στην τραπεζαρία και όλες οι καλόγριες έτρεξαν να μ’ αγκαλιάσουν. Με αποκάλεσαν παντοτινή αδελφή τους και μου ανέβασαν λιγάκι το ηθικό. Όταν είδα κάτι προσωπάκια δροσερά, χαρούμενα και ροδοκόκκινα, ανάσανα ξανά. Κοιτάζοντάς τα ακόμη καλύτερα είπα μέσα μου: «Να λοιπόν που ο διάβολος δεν είναι τόσο άσχημος όσο λένε». Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε μια παρέα με καλογέρους και παπάδες καθώς και κάποιους λαϊκούς ανάμεσά τους. Ο καθένας απ’ αυτούς πήρε τη φίλη του από το χέρι κι έμοιαζαν με αγγέλους που χόρευαν στα ουράνια… Αφού λοιπόν βαρεθήκαμε τις εικόνες, τις κουβέντες και τα αστεία, εξαφανίστηκαν με μιας οι καλόγριες, οι καλόγεροι, οι παπάδες και οι λαϊκοί παίρνοντας μαζί τους τα παπαδοπαίδια, τα καλογερόπουλα καθώς και ’κείνον που κουβάλησε τα γυάλινα μαραφέτια. Και εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα σαν το δρόμο που χάνεται όταν καλπάζει άλογο της Μπαρμπαριάς… Τελικά μόνον ο θεολόγος έμεινε μαζί μου. Εγώ σχεδόν έτρεμα και δεν μιλούσα γιατί ήμουν ολομόναχη. Εκείνος μου είπε: «Αδελφή Χριστίνα … πρέπει να σας συνοδεύσω στο κελί σας όπου η ψυχή σας θα σωθεί με τους θριάμβους της σάρκας».
Καυστικός και ανατρεπτικός ο Αρετίνος, καταγράφει τις εμπειρίες της Νανάς ως καλογριάς, ως συζύγου και ως πόρνης. Με εξαιρετική ευφυΐα γραμμένο, το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα σημαντικό δείγμα της ερωτικής λογοτεχνίας. Η αφήγηση αποκαλύπτει έναν κόσμο, όπου οι ηθικοί κανόνες παραβιάζονται διαρκώς. Πίσω από τους απρόσιτους τοίχους των μοναστηριών, οι μοναχοί επιλέγουν έναν πρωτότυπο τρόπο για να υπηρετήσουν τον Ύψιστο. Οι σύζυγοι με τους φαινομενικά ευτυχισμένους γάμους, αναζητούν την ηδονή πέρα από την οικογενειακή εστία. Οι ερωτικές φαντασιώσεις των ευγενών πραγματώνονται στους οίκους ανοχής, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο Αρετίνος δεν σκόπευε να γράψει ένα εγχειρίδιο ερωτικής συμπεριφοράς. Το σεξ γι’ αυτόν αποτελεί απλά το πρόσχημα για να καταγγείλει τις κοινωνικές συμβάσεις και τον φαρισαϊσμό κάθε εξουσίας και να παρουσιάσει με πρωτοφανή ελευθεριότητα, τον έρωτα να κυριαρχείται από πρωτόγονα ένστικτα, ακόρεστες επιθυμίες και αχαλίνωτα πάθη.
«Έφτασα στην τραπεζαρία και όλες οι καλόγριες έτρεξαν να μ’ αγκαλιάσουν. Με αποκάλεσαν παντοτινή αδελφή τους και μου ανέβασαν λιγάκι το ηθικό. Όταν είδα κάτι προσωπάκια δροσερά, χαρούμενα και ροδοκόκκινα, ανάσανα ξανά. Κοιτάζοντάς τα ακόμη καλύτερα είπα μέσα μου: «Να λοιπόν που ο διάβολος δεν είναι τόσο άσχημος όσο λένε». Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε μια παρέα με καλογέρους και παπάδες καθώς και κάποιους λαϊκούς ανάμεσά τους. Ο καθένας απ’ αυτούς πήρε τη φίλη του από το χέρι κι έμοιαζαν με αγγέλους που χόρευαν στα ουράνια… Αφού λοιπόν βαρεθήκαμε τις εικόνες, τις κουβέντες και τα αστεία, εξαφανίστηκαν με μιας οι καλόγριες, οι καλόγεροι, οι παπάδες και οι λαϊκοί παίρνοντας μαζί τους τα παπαδοπαίδια, τα καλογερόπουλα καθώς και ’κείνον που κουβάλησε τα γυάλινα μαραφέτια. Και εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα σαν το δρόμο που χάνεται όταν καλπάζει άλογο της Μπαρμπαριάς… Τελικά μόνον ο θεολόγος έμεινε μαζί μου. Εγώ σχεδόν έτρεμα και δεν μιλούσα γιατί ήμουν ολομόναχη. Εκείνος μου είπε: «Αδελφή Χριστίνα … πρέπει να σας συνοδεύσω στο κελί σας όπου η ψυχή σας θα σωθεί με τους θριάμβους της σάρκας».
Καυστικός και ανατρεπτικός ο Αρετίνος, καταγράφει τις εμπειρίες της Νανάς ως καλογριάς, ως συζύγου και ως πόρνης. Με εξαιρετική ευφυΐα γραμμένο, το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα σημαντικό δείγμα της ερωτικής λογοτεχνίας. Η αφήγηση αποκαλύπτει έναν κόσμο, όπου οι ηθικοί κανόνες παραβιάζονται διαρκώς. Πίσω από τους απρόσιτους τοίχους των μοναστηριών, οι μοναχοί επιλέγουν έναν πρωτότυπο τρόπο για να υπηρετήσουν τον Ύψιστο. Οι σύζυγοι με τους φαινομενικά ευτυχισμένους γάμους, αναζητούν την ηδονή πέρα από την οικογενειακή εστία. Οι ερωτικές φαντασιώσεις των ευγενών πραγματώνονται στους οίκους ανοχής, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο Αρετίνος δεν σκόπευε να γράψει ένα εγχειρίδιο ερωτικής συμπεριφοράς. Το σεξ γι’ αυτόν αποτελεί απλά το πρόσχημα για να καταγγείλει τις κοινωνικές συμβάσεις και τον φαρισαϊσμό κάθε εξουσίας και να παρουσιάσει με πρωτοφανή ελευθεριότητα, τον έρωτα να κυριαρχείται από πρωτόγονα ένστικτα, ακόρεστες επιθυμίες και αχαλίνωτα πάθη.