Το βιβλίο αυτό είναι μια κριτική επισκόπηση του συνόλου της αισθητικής σκέψης, την οποία παρακολουθεί στην ιστορική της "εκδίπλωση" αφού προηγουμένως σταθμίσει το ανθρωπολογικό εύρος των φαινομένων που εμπίπτουν στην έννοιά της. Κριτική επισκόπηση με την έννοια ότι στην άρθρωση των μεγάλων αισθητικών θεωριών πασχίζει να διακρίνει ειδικές κοινωνιοπολιτισμικές δομές που δεν είναι εκ πρώτης όψεως εμφανείς στις διατυπώσεις τους, και ιστορική "εκδίπλωσή" τους με την έννοια ότι τις ακολουθεί κατά τη χρονική τους ανάδυση, επισημαίνοντας τις ρήξεις που τέμνουν αυτή την ακολουθία σε διακριτικές «εποχές». Αφορά ειδικά τις αισθητικές θεωρίες, όχι την ιστορία της τέχνης ούτε μια εμπειρική κοινωνιολογία του γούστου· από την άλλη πλευρά, υπεισέρχεται όσο το δυνατόν λιγότερο σε ζητήματα εφαρμοσμένης τεχνοκριτικής.
Τα δύο πρώτα δοκίμια ανασυγκροτούν τα δύο ημίσεα της ιστορίας του αισθητικού στοχασμού στη δυτική παράδοση: το πρώτο εξετάζει την πρωτοϊστορία του αισθητικού, δηλαδή την αρχαία και μεσαιωνική σκέψη η οποία δεν συζητά ειδικά τις καλές τέχνες αλλά ξεδιπλώνει έναν οντολογικό στοχασμό πάνω στην κατηγορία του κάλλους· το δεύτερο παρακολουθεί τη θέσπιση μιας "αυτόνομης" αισθητικής σφαίρας από τον Καντ, και τις θεωρητικές της περιπέτειες μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Ακολουθούν δοκίμια για την κρίση της Αισθητικής επικεντρωμένα στις φιλοσοφικές διερευνήσεις της Σχολής της Φραγκφούρτης, του M. Heidegger, του Merleau-Ponty και του Μ. Μπαχτίν, μια εξέταση του νεοσύστατου πεδίου Θεωρία της Λογοτεχνίας, σκέψεις πάνω σε ειδικά προβλήματα των εικαστικών τεχνών, και ένα θεατρολογικό δοκίμιο με άξονα τις φιγούρες του Μπρεχτ και του Αρτώ. Τα περισσότερα συνοδεύονται από επιμέρους παραρτήματα, που αναδεικνύουν ειδικότερα θέματα του δοκιμίου στο οποίο προσαρτώνται.
Δύο κεντρικά Παραρτήματα, τέλος, συνοψίζουν τις αισθητικές αντιλήψεις δύο μεγάλων πολιτισμών πέραν του ελληνοδυτικού: της Ινδίας και της Ιαπωνίας. Σύμφωνα με την ευρύτερη ανθρωπολογική οπτική που υιοθετήθηκε, οι οικείες αισθητικές συζητήσεις φωτίζονται σαν μία ειδική πολιτισμική εξέλιξη από μια ευρύτερη μήτρα δυνατοτήτων η οποία, ως τέτοια, παρουσιάζει αξιοσημείωτη οικουμενικότητα. Ποιες εναλλακτικές εξελίξεις ήταν δυνατές; Για να το απαντήσουμε, δεν διαθέτουμε άλλα δεδομένα εκτός από πραγματικές εναλλακτικές εξελίξεις μέσα στην κίνηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Η ακαταμάχητη γοητεία που μας ασκούν οι "εξωτικοί" πολιτισμοί είναι υπόμνηση των δικών μας ακυρωμένων επιλογών ή αρνημένων δυνατοτήτων - "παράθυρα" να βλέπει κανείς τον κόσμο στα οποία γυρίσαμε την πλάτη.
Το βιβλίο του Φώτη Τερζάκη κατάφερε κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Με δεδομένη την ιδιαιτερότητα της τέχνης, των παρεκκλίσεων, των αποχρώσεων, καθώς και της ευαισθησίας και προσοχής που απαιτεί η θεωρητική της προσέγγιση, αφού καιροφυλαχτεί ο κίνδυνος της απλούστευσης και της μηχανιστικής προσέγγισης, υπάρχει μια διαλεκτική οπτική του συγγραφέα, η οποία επιτρέπει τη θεώρηση της τέχνης ως εκείνης της έκφρασης που εμπεριέχει δομικά τη ρήξη, κι ως τέτοια καλείται να δώσει μορφικά και νοηματικά φορτία που θα προκαλέσουν τον κλονισμό που συνεπάγεται αυτή η εν δυνάμει αέναη κίνηση της Τέχνης προς τον οραματισμό και το ουτοπικό.
Το βιβλίο αυτό είναι μια κριτική επισκόπηση του συνόλου της αισθητικής σκέψης, την οποία παρακολουθεί στην ιστορική της "εκδίπλωση" αφού προηγουμένως σταθμίσει το ανθρωπολογικό εύρος των φαινομένων που εμπίπτουν στην έννοιά της. Κριτική επισκόπηση με την έννοια ότι στην άρθρωση των μεγάλων αισθητικών θεωριών πασχίζει να διακρίνει ειδικές κοινωνιοπολιτισμικές δομές που δεν είναι εκ πρώτης όψεως εμφανείς στις διατυπώσεις τους, και ιστορική "εκδίπλωσή" τους με την έννοια ότι τις ακολουθεί κατά τη χρονική τους ανάδυση, επισημαίνοντας τις ρήξεις που τέμνουν αυτή την ακολουθία σε διακριτικές «εποχές». Αφορά ειδικά τις αισθητικές θεωρίες, όχι την ιστορία της τέχνης ούτε μια εμπειρική κοινωνιολογία του γούστου· από την άλλη πλευρά, υπεισέρχεται όσο το δυνατόν λιγότερο σε ζητήματα εφαρμοσμένης τεχνοκριτικής.
Τα δύο πρώτα δοκίμια ανασυγκροτούν τα δύο ημίσεα της ιστορίας του αισθητικού στοχασμού στη δυτική παράδοση: το πρώτο εξετάζει την πρωτοϊστορία του αισθητικού, δηλαδή την αρχαία και μεσαιωνική σκέψη η οποία δεν συζητά ειδικά τις καλές τέχνες αλλά ξεδιπλώνει έναν οντολογικό στοχασμό πάνω στην κατηγορία του κάλλους· το δεύτερο παρακολουθεί τη θέσπιση μιας "αυτόνομης" αισθητικής σφαίρας από τον Καντ, και τις θεωρητικές της περιπέτειες μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Ακολουθούν δοκίμια για την κρίση της Αισθητικής επικεντρωμένα στις φιλοσοφικές διερευνήσεις της Σχολής της Φραγκφούρτης, του M. Heidegger, του Merleau-Ponty και του Μ. Μπαχτίν, μια εξέταση του νεοσύστατου πεδίου Θεωρία της Λογοτεχνίας, σκέψεις πάνω σε ειδικά προβλήματα των εικαστικών τεχνών, και ένα θεατρολογικό δοκίμιο με άξονα τις φιγούρες του Μπρεχτ και του Αρτώ. Τα περισσότερα συνοδεύονται από επιμέρους παραρτήματα, που αναδεικνύουν ειδικότερα θέματα του δοκιμίου στο οποίο προσαρτώνται.
Δύο κεντρικά Παραρτήματα, τέλος, συνοψίζουν τις αισθητικές αντιλήψεις δύο μεγάλων πολιτισμών πέραν του ελληνοδυτικού: της Ινδίας και της Ιαπωνίας. Σύμφωνα με την ευρύτερη ανθρωπολογική οπτική που υιοθετήθηκε, οι οικείες αισθητικές συζητήσεις φωτίζονται σαν μία ειδική πολιτισμική εξέλιξη από μια ευρύτερη μήτρα δυνατοτήτων η οποία, ως τέτοια, παρουσιάζει αξιοσημείωτη οικουμενικότητα. Ποιες εναλλακτικές εξελίξεις ήταν δυνατές; Για να το απαντήσουμε, δεν διαθέτουμε άλλα δεδομένα εκτός από πραγματικές εναλλακτικές εξελίξεις μέσα στην κίνηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Η ακαταμάχητη γοητεία που μας ασκούν οι "εξωτικοί" πολιτισμοί είναι υπόμνηση των δικών μας ακυρωμένων επιλογών ή αρνημένων δυνατοτήτων - "παράθυρα" να βλέπει κανείς τον κόσμο στα οποία γυρίσαμε την πλάτη.
Το βιβλίο του Φώτη Τερζάκη κατάφερε κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Με δεδομένη την ιδιαιτερότητα της τέχνης, των παρεκκλίσεων, των αποχρώσεων, καθώς και της ευαισθησίας και προσοχής που απαιτεί η θεωρητική της προσέγγιση, αφού καιροφυλαχτεί ο κίνδυνος της απλούστευσης και της μηχανιστικής προσέγγισης, υπάρχει μια διαλεκτική οπτική του συγγραφέα, η οποία επιτρέπει τη θεώρηση της τέχνης ως εκείνης της έκφρασης που εμπεριέχει δομικά τη ρήξη, κι ως τέτοια καλείται να δώσει μορφικά και νοηματικά φορτία που θα προκαλέσουν τον κλονισμό που συνεπάγεται αυτή η εν δυνάμει αέναη κίνηση της Τέχνης προς τον οραματισμό και το ουτοπικό.